ἐλασίβροντος
English (LSJ)
ἐλασίβροντον,
A thunder-hurling, Pi.Fr.144(dub., prob. -βροντᾰ, voc. of -βρόντᾱς).
II hurled like thunder, ἔπη ἐ. Ar.Eq.626.
Spanish (DGE)
(ἐλᾰσίβροντος) -ον
• Prosodia: [-ῐ-]
que avanza o estalla como un trueno fig. cóm. ἐλασίβροντ' ἀναρρηγνὺς ἔπη rompiendo en palabras atronadoras Ar.Eq.626, cf. Hsch.
German (Pape)
[Seite 789] Donner schleudernd; ἔπη Ar. Equ. 625, nach den Schol. aus Pind., dem Böckh frg. 108 den voc. ἐλασίβροντα zuschreibt.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui lance le tonnerre;
2 lancé comme le tonnerre.
Étymologie: ἐλάω, βροντή.
Russian (Dvoretsky)
ἐλᾰσίβροντος:
1 мечущий громы (παῖς Ῥέας Pind.);
2 подобный грому, громовой (ἔπη Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐλᾰσίβροντος: -ον, ὁ ἐξακοντίζων βροντάς, ἐλασίβροντε παῖ Ρέας Πινδ. Ἀποσπ. 108. ΙΙ. ὁ ὥσπερ ὑπὸ βροντῆς ἐλαυνόμενος, ἐλασίβροντ’ ἀναρρηγνὺς Ἀριστοφ. Ἱππ. 626.
Greek Monolingual
ἐλασίβροντος, -ον (Α)
1. αυτός που εξακοντίζει βροντές
2. αυτός που εκσφενδονίζεται σαν βροντή, μπουμπουνιστός, βροντερός.
Greek Monotonic
ἐλᾰσίβροντος: -ον, (ἐλαύνω, βροντή), αυτός που έχει εκσφενδονιστεί, εξακοντιστεί, εκτοξευτεί, εξαπολυθεί σαν βροντή, σε Αριστοφ.