Anonymous

ἐκστρατεύω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐκστρᾰτεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[εξέρχομαι]] σε πόλεμο μαζί με στρατό, σε Θουκ., Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> στη Μέσ. απόλ., [[αρχίζω]] εχθροπραξίες, σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> έχω ολοκληρώσει την [[επιχείρηση]], στον ίδ.
|lsmtext='''ἐκστρᾰτεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[εξέρχομαι]] σε πόλεμο μαζί με στρατό, σε Θουκ., Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> στη Μέσ. απόλ., [[αρχίζω]] εχθροπραξίες, σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> έχω ολοκληρώσει την [[επιχείρηση]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκστρᾰτεύω:''' тж. med. выступать в поход, идти войной Her., Thuc., Xen., Arst., Plut.
}}
}}