Anonymous

ἔμπυρος: Difference between revisions

From LSJ
4
(11)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἔμπυρος]], -ον)<br />ο υπερβολικά [[θερμός]], πολύ [[ζεστός]] (α. «πλεῑστον τοῡ θέρους [[ἔμπυρος]] οὖσα ἡ [[χώρα]] καὶ καυματηρά», <b>Στράβ.</b><br />β. «ὑπὸ τῆς ἐμπύρου ἀγάπης»)<br /><b>μσν.</b><br />αναμμένος («[[λαμπάδα]] ἔμπυρον», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για σκεύη) αυτός που τοποθετείται [[πάνω]] ή [[κοντά]] στη [[φωτιά]] («σκευῶν ἐμπύρων τε καὶ ἀπύρων εὐπόρουν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> πυρακτωμένος<br /><b>3.</b> [[ψητός]], ψημένος<br /><b>4.</b> (για [[δάγκωμα]] ή [[τσίμπημα]]) αυτός που προκαλεί [[φλόγωση]]<br /><b>5.</b> [[εμπύρετος]]<br /><b>6.</b> αυτός που καίει, που κατακαίει<br /><b>7.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[βίαιος]], [[ευερέθιστος]], [[οξύθυμος]]<br /><b>8.</b> ο [[κατάλληλος]] για [[θυσία]] [[πάνω]] στη [[φωτιά]]<br /><b>9.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἔμπυρα</i><br />α) (ενν. <i>ιερά</i>) σφάγια ζώων που θυσιάζονται, που καίγονται στον βωμό («κατάρας ἐπὶ ἐμπύρων ποιεῑσθαι», Πολύβ.) β) θυσίες [[πάνω]] στη [[φωτιά]] για μαντικούς σκοπούς<br />γ) «ἔμπυρα σήματα» — τα μαντεύματα που προέρχονται από τις θυσίες (Απολλ. Ρόδ.)<br />δ) «δι' ἐμπύρων σπονδὰς [[καθίημι]]» — [[κάνω]] σπονδές με έμπυρα <b>(Ευριπ.)</b><br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> «ἡ [[ἔμπυρος]] [[τέχνη]]» (<b>Πλάτ.</b>)<br />α) η [[τέχνη]] του σιδηρουργού ή του [[χαλκέα]]<br />β) η [[τέχνη]] της μαντείας με τη [[φωτιά]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εμπύρως</i><br /><b>1.</b> θερμώς, καυστικώς, διαπύρως<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> ορμητικά, εμπαθώς («ἐρᾱν ἐμπύρως», Νικ.Χων.).
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἔμπυρος]], -ον)<br />ο υπερβολικά [[θερμός]], πολύ [[ζεστός]] (α. «πλεῑστον τοῡ θέρους [[ἔμπυρος]] οὖσα ἡ [[χώρα]] καὶ καυματηρά», <b>Στράβ.</b><br />β. «ὑπὸ τῆς ἐμπύρου ἀγάπης»)<br /><b>μσν.</b><br />αναμμένος («[[λαμπάδα]] ἔμπυρον», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για σκεύη) αυτός που τοποθετείται [[πάνω]] ή [[κοντά]] στη [[φωτιά]] («σκευῶν ἐμπύρων τε καὶ ἀπύρων εὐπόρουν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> πυρακτωμένος<br /><b>3.</b> [[ψητός]], ψημένος<br /><b>4.</b> (για [[δάγκωμα]] ή [[τσίμπημα]]) αυτός που προκαλεί [[φλόγωση]]<br /><b>5.</b> [[εμπύρετος]]<br /><b>6.</b> αυτός που καίει, που κατακαίει<br /><b>7.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[βίαιος]], [[ευερέθιστος]], [[οξύθυμος]]<br /><b>8.</b> ο [[κατάλληλος]] για [[θυσία]] [[πάνω]] στη [[φωτιά]]<br /><b>9.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἔμπυρα</i><br />α) (ενν. <i>ιερά</i>) σφάγια ζώων που θυσιάζονται, που καίγονται στον βωμό («κατάρας ἐπὶ ἐμπύρων ποιεῑσθαι», Πολύβ.) β) θυσίες [[πάνω]] στη [[φωτιά]] για μαντικούς σκοπούς<br />γ) «ἔμπυρα σήματα» — τα μαντεύματα που προέρχονται από τις θυσίες (Απολλ. Ρόδ.)<br />δ) «δι' ἐμπύρων σπονδὰς [[καθίημι]]» — [[κάνω]] σπονδές με έμπυρα <b>(Ευριπ.)</b><br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> «ἡ [[ἔμπυρος]] [[τέχνη]]» (<b>Πλάτ.</b>)<br />α) η [[τέχνη]] του σιδηρουργού ή του [[χαλκέα]]<br />β) η [[τέχνη]] της μαντείας με τη [[φωτιά]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εμπύρως</i><br /><b>1.</b> θερμώς, καυστικώς, διαπύρως<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> ορμητικά, εμπαθώς («ἐρᾱν ἐμπύρως», Νικ.Χων.).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἔμπῠρος:''' -ον (ἐν, [[πῦρ]]),·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που βρίσκεται μέσα στη [[φωτιά]], ἡ ἔμπ. [[τέχνη]], η [[τέχνη]] του σιδηρουργού, σε Πλάτ.· επίσης, η [[τέχνη]] της πυρομαντείας, σε Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> εκτεθειμένος σε [[φωτιά]] ή σε ήλιο, καμένος, καψαλισμένος, φλογισμένος, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[φλογερός]], λέγεται για τον ήλιο, σε Ανθ.<br /><b class="num">3.</b> αναμμένος, λέγεται για [[λάμπα]], στον ίδ.<br /><b class="num">III. 1.</b> αυτός που ανήκει ή που ταιριάζει σε [[θυσία]] με [[φωτιά]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> ως ουσ., <i>ἔμπυρα</i> (ενν. [[ἱερά]]), <i>τά</i>, οι θυσίες της φωτιάς, σε Σοφ., Ευρ.
}}
}}