Anonymous

ἔνεδρος: Difference between revisions

From LSJ
4
(12)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἔνεδρος]], ο (AM)<br /><b>μσν.</b><br />ο [[ενεδρευτής]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που κατοικεί σ' έναν [[τόπο]], [[ένοικος]] («αὐλάς [[ποίας]] [[ἔνεδρος]] ναίει καὶ χῶρον τίν' ἔχει», <b>Σοφ.</b>).———————— <b>(II)</b><br />[[ἔνεδρος]], -α, -ον (Α)<br />αυτός που αναφέρεται στην [[έδρα]], στον πρωκτό.
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἔνεδρος]], ο (AM)<br /><b>μσν.</b><br />ο [[ενεδρευτής]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που κατοικεί σ' έναν [[τόπο]], [[ένοικος]] («αὐλάς [[ποίας]] [[ἔνεδρος]] ναίει καὶ χῶρον τίν' ἔχει», <b>Σοφ.</b>).———————— <b>(II)</b><br />[[ἔνεδρος]], -α, -ον (Α)<br />αυτός που αναφέρεται στην [[έδρα]], στον πρωκτό.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἔνεδρος:''' -ον ([[ἕδρα]]), [[ένοικος]], [[συγκάτοικος]], [[κάτοικος]], [[τρόφιμος]], σε Σοφ.
}}
}}