ἔνεδρος
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
English (LSJ)
ὁ,
A inmate, inhabitant, S.Ph.153 (lyr.).
II ἔνεδρος, α, ον, anal, σύριγγες Megesap.Orib.44.24.1,ΙΙ.
Spanish (DGE)
-ον
1 asentado, establecido, residente λέγ' αὐλὰς ποίας ἔ. ναίει S.Ph.153.
2 admin. que desempeña el cargo en ese momento, en ejercicio de funcionarios τὰ ... ψηφίσματα ἐντάσσεσθαι τοῖς ἀρχείοις ὑπὸ τῶν ἐνέδρων ἀρχόντων SEG 38.1462.86 (Enoanda II d.C.), cf. 33.1177.44 (Mira I d.C.), FXanthos 7.86B.21 (II d.C.).
German (Pape)
[Seite 836] einfäßig, Einwohner, Soph. Phil. 153.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui réside ou séjourne dans, habitant.
Étymologie: ἐν, ἕδρα.
Russian (Dvoretsky)
ἔνεδρος: ὁ обитатель, житель Soph.
Greek (Liddell-Scott)
ἔνεδρος: -ον, (ἕδρα) ἔνοικος, αὐλὰς ποίας ἔνεδρος ναίει Σοφ. Φιλ. 153. ΙΙ. ἐνεδρευτής, Μαυρικ. Στρατηγ. 2. 4, σ. 57.
Greek Monolingual
(I)
ἔνεδρος, ο (AM)
μσν.
ο ενεδρευτής
αρχ.
αυτός που κατοικεί σ' έναν τόπο, ένοικος («αὐλάς ποίας ἔνεδρος ναίει καὶ χῶρον τίν' ἔχει», Σοφ.).
(II)
ἔνεδρος, -α, -ον (Α)
αυτός που αναφέρεται στην έδρα, στον πρωκτό.
Greek Monotonic
ἔνεδρος: -ον (ἕδρα), ένοικος, συγκάτοικος, κάτοικος, τρόφιμος, σε Σοφ.
Middle Liddell
ἔν-εδρος, ον adj ἕδρα
an inmate, inhabitant, Soph.