Anonymous

ἐνέζομαι: Difference between revisions

From LSJ
4
(12)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐνέζομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[εδρεύω]], [[κατοικώ]] σ' έναν [[τόπο]] («τόδ' ἐνεζόμενοι [[στέγος]] ἀρχαῑον», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κάθομαι]] σ' έναν [[τόπο]] («τὰ ἐνδιδόντα τῶν μή ἐνδιδόντων άκοπώτερά ἐστι... ἐνέζεσθαι», <b>Αριστοτ.</b>).
|mltxt=[[ἐνέζομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[εδρεύω]], [[κατοικώ]] σ' έναν [[τόπο]] («τόδ' ἐνεζόμενοι [[στέγος]] ἀρχαῑον», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κάθομαι]] σ' έναν [[τόπο]] («τὰ ἐνδιδόντα τῶν μή ἐνδιδόντων άκοπώτερά ἐστι... ἐνέζεσθαι», <b>Αριστοτ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐνέζομαι:''' μέλ. <i>-εδοῦμαι</i>· αποθ., έχω την [[έδρα]] μου, την [[κατοικία]] μου σε ένα [[μέρος]], με αιτ., σε Αισχύλ.
}}
}}