3,277,197
edits
(12) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐντεσιεργός]], -όν (Α)<br />(για ημίονο) που σέρνει [[άμαξα]] («ζεῡξαν δ' ἡμιόνους... ἐντεσιεργούς», <b>Ομ. Ιλ.</b>). | |mltxt=[[ἐντεσιεργός]], -όν (Α)<br />(για ημίονο) που σέρνει [[άμαξα]] («ζεῡξαν δ' ἡμιόνους... ἐντεσιεργούς», <b>Ομ. Ιλ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐντεσιεργός:''' -όν ([[ἔργον]]), αυτός που δουλεύει σε [[ζυγό]], [[υποζύγιος]], <i>ἡμίονοι ἐντ</i>., μουλάρια που έλκουν, σύρουν, τραβούν [[άμαξα]], σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |