Anonymous

ἐντεσιεργός: Difference between revisions

From LSJ
4
(12)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐντεσιεργός]], -όν (Α)<br />(για ημίονο) που σέρνει [[άμαξα]] («ζεῡξαν δ' ἡμιόνους... ἐντεσιεργούς», <b>Ομ. Ιλ.</b>).
|mltxt=[[ἐντεσιεργός]], -όν (Α)<br />(για ημίονο) που σέρνει [[άμαξα]] («ζεῡξαν δ' ἡμιόνους... ἐντεσιεργούς», <b>Ομ. Ιλ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐντεσιεργός:''' -όν ([[ἔργον]]), αυτός που δουλεύει σε [[ζυγό]], [[υποζύγιος]], <i>ἡμίονοι ἐντ</i>., μουλάρια που έλκουν, σύρουν, τραβούν [[άμαξα]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}