Anonymous

ἕλωρ: Difference between revisions

From LSJ
478 bytes added ,  30 December 2018
4
(11)
(4)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἕλωρ]], το (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που αρπάζεται με τη βία, [[λάφυρο]], [[λεία]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> [[φόνος]], [[θάνατος]].
|mltxt=[[ἕλωρ]], το (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που αρπάζεται με τη βία, [[λάφυρο]], [[λεία]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> [[φόνος]], [[θάνατος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἕλωρ:''' τό, μόνο σε ονομ. και αιτ. ενικ. και πληθ. ([[ἑλεῖν]])·<br /><b class="num">I.</b> [[λάφυρο]], [[λεία]], [[κέρδος]], [[αρπαγή]], [[βορά]], λέγεται για άταφα πτώματα, σε Όμηρ.<br /><b class="num">II.</b> στον πληθ., <i>Πατρόκλοιο ἔλωρα</i>, [[τιμωρία]] για το φόνο του Πατρόκλου, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}