Anonymous

ἐξεργαστικός: Difference between revisions

From LSJ
4
(12)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐξεργαστικός]], -ή, -όν (Α) [[εξεργασία]]<br /><b>1.</b> αυτός που δείχνει ζήλο για [[εξεργασία]] («ἐξεργαστικωτάτους ὧν ἄν ἐγχειρῶσι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐξεργαστικόν</i><br />η [[εκζήτηση]].
|mltxt=[[ἐξεργαστικός]], -ή, -όν (Α) [[εξεργασία]]<br /><b>1.</b> αυτός που δείχνει ζήλο για [[εξεργασία]] («ἐξεργαστικωτάτους ὧν ἄν ἐγχειρῶσι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐξεργαστικόν</i><br />η [[εκζήτηση]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐξεργαστικός:''' -ή, -όν, αυτός που είναι [[ικανός]] να κατορθώσει [[κάτι]], <i>τινος</i>, σε Ξεν.
}}
}}