Anonymous

ἐνδιάω: Difference between revisions

From LSJ
4
(11)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐνδιάω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[συχνάζω]] σε υπαίθριο χώρο<br /><b>2.</b> (για βοσκούς) [[οδηγώ]] τα κοπάδια να βοσκήσουν.
|mltxt=[[ἐνδιάω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[συχνάζω]] σε υπαίθριο χώρο<br /><b>2.</b> (για βοσκούς) [[οδηγώ]] τα κοπάδια να βοσκήσουν.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐνδῐάω:''' Επικ. παρατ. [[ἐνδιάασκον]] ([[ἔνδιος]])·<br /><b class="num">I.</b> [[μένω]] στην ύπαιθρο· γενικά, [[παρατείνω]] τη [[διαμονή]] μου ή [[συχνάζω]] σε ένα [[μέρος]], [[κατοικώ]], με δοτ., σε Ανθ.· στη Μέσ., σε Ομηρ. Ύμν.<br /><b class="num">II.</b> μτβ., ποιμένες μῆλα [[ἐνδιάασκον]], οι βοσκοί οδηγούσαν τα κοπάδια τους στην [[εξοχή]], σε Θεόκρ.
}}
}}