3,274,916
edits
(11) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐνδιάω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[συχνάζω]] σε υπαίθριο χώρο<br /><b>2.</b> (για βοσκούς) [[οδηγώ]] τα κοπάδια να βοσκήσουν. | |mltxt=[[ἐνδιάω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[συχνάζω]] σε υπαίθριο χώρο<br /><b>2.</b> (για βοσκούς) [[οδηγώ]] τα κοπάδια να βοσκήσουν. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐνδῐάω:''' Επικ. παρατ. [[ἐνδιάασκον]] ([[ἔνδιος]])·<br /><b class="num">I.</b> [[μένω]] στην ύπαιθρο· γενικά, [[παρατείνω]] τη [[διαμονή]] μου ή [[συχνάζω]] σε ένα [[μέρος]], [[κατοικώ]], με δοτ., σε Ανθ.· στη Μέσ., σε Ομηρ. Ύμν.<br /><b class="num">II.</b> μτβ., ποιμένες μῆλα [[ἐνδιάασκον]], οι βοσκοί οδηγούσαν τα κοπάδια τους στην [[εξοχή]], σε Θεόκρ. | |||
}} | }} |