Anonymous

ἐνδιάω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐνδῐάω:''' Επικ. παρατ. [[ἐνδιάασκον]] ([[ἔνδιος]])·<br /><b class="num">I.</b> [[μένω]] στην ύπαιθρο· γενικά, [[παρατείνω]] τη [[διαμονή]] μου ή [[συχνάζω]] σε ένα [[μέρος]], [[κατοικώ]], με δοτ., σε Ανθ.· στη Μέσ., σε Ομηρ. Ύμν.<br /><b class="num">II.</b> μτβ., ποιμένες μῆλα [[ἐνδιάασκον]], οι βοσκοί οδηγούσαν τα κοπάδια τους στην [[εξοχή]], σε Θεόκρ.
|lsmtext='''ἐνδῐάω:''' Επικ. παρατ. [[ἐνδιάασκον]] ([[ἔνδιος]])·<br /><b class="num">I.</b> [[μένω]] στην ύπαιθρο· γενικά, [[παρατείνω]] τη [[διαμονή]] μου ή [[συχνάζω]] σε ένα [[μέρος]], [[κατοικώ]], με δοτ., σε Ανθ.· στη Μέσ., σε Ομηρ. Ύμν.<br /><b class="num">II.</b> μτβ., ποιμένες μῆλα [[ἐνδιάασκον]], οι βοσκοί οδηγούσαν τα κοπάδια τους στην [[εξοχή]], σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐνδιάω:''' (impf. iter. Theocr. [[ἐνδιάασκον]])<br /><b class="num">1)</b> (на открытом воздухе) жить, обитать (ἡ ὀλολυγὼν ἐνδιάουσα βάτοις, перен. [[μνήμη]] τινὸς ἐνὶ τεύχεσι βίβλων ἐνδιάει Anth.);<br /><b class="num">2)</b> пасти под открытым небом (μῆλα Theocr.);<br /><b class="num">3)</b> тж. med. блистать, сиять, сверкать (ἐλπὶς ἐνδιάει τοῖς ὄμμασι Anth.; ἀκτῖνες ἐνδιάονται HH).
}}
}}