Anonymous

ἐμπίπρημι: Difference between revisions

From LSJ
4
(11)
(4)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐμπίπρημι]] (AM)<br /><b>βλ.</b> [[εμπίμπρημι]].
|mltxt=[[ἐμπίπρημι]] (AM)<br /><b>βλ.</b> [[εμπίμπρημι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐμπίπρημι:''' όχι [[ἐμπίμπρημι]], επίσης (όπως αν προερχόταν από το [[ἐμπιπράω]]), απαρ. <i>ἐμπιπρᾶν</i>· παρατ. <i>ἐνεπίμπρων</i>, γʹ πληθ. <i>-πίμπρασαν</i>· μέλ. [[ἐμπρήσω]], αόρ. αʹ [[ἐνέπρησα]] — Παθ., μέλ. <i>ἐμπεπρήσομαι</i> ή (σε Μέσ. τύπο) <i>ἐμπρήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐνεπρήσθην</i>, παρακ. <i>ἐμπέπρησμαι</i> (<i>ἐν</i>)· [[ανάβω]], [[καίω]], [[πυρπολώ]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Σοφ.· επίσης με γεν., πυρὸς [[νῆας]] [[ἐνιπρῆσαι]], τα έκαψαν, τα πυρπόλησαν με τη [[δύναμη]] της φωτιάς, σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., καίγομαι, φλέγομαι, σε Ηρόδ.
}}
}}