3,277,300
edits
(4) |
(2) |
||
Line 13: | Line 13: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐμπίπρημι:''' όχι [[ἐμπίμπρημι]], επίσης (όπως αν προερχόταν από το [[ἐμπιπράω]]), απαρ. <i>ἐμπιπρᾶν</i>· παρατ. <i>ἐνεπίμπρων</i>, γʹ πληθ. <i>-πίμπρασαν</i>· μέλ. [[ἐμπρήσω]], αόρ. αʹ [[ἐνέπρησα]] — Παθ., μέλ. <i>ἐμπεπρήσομαι</i> ή (σε Μέσ. τύπο) <i>ἐμπρήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐνεπρήσθην</i>, παρακ. <i>ἐμπέπρησμαι</i> (<i>ἐν</i>)· [[ανάβω]], [[καίω]], [[πυρπολώ]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Σοφ.· επίσης με γεν., πυρὸς [[νῆας]] [[ἐνιπρῆσαι]], τα έκαψαν, τα πυρπόλησαν με τη [[δύναμη]] της φωτιάς, σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., καίγομαι, φλέγομαι, σε Ηρόδ. | |lsmtext='''ἐμπίπρημι:''' όχι [[ἐμπίμπρημι]], επίσης (όπως αν προερχόταν από το [[ἐμπιπράω]]), απαρ. <i>ἐμπιπρᾶν</i>· παρατ. <i>ἐνεπίμπρων</i>, γʹ πληθ. <i>-πίμπρασαν</i>· μέλ. [[ἐμπρήσω]], αόρ. αʹ [[ἐνέπρησα]] — Παθ., μέλ. <i>ἐμπεπρήσομαι</i> ή (σε Μέσ. τύπο) <i>ἐμπρήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐνεπρήσθην</i>, παρακ. <i>ἐμπέπρησμαι</i> (<i>ἐν</i>)· [[ανάβω]], [[καίω]], [[πυρπολώ]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Σοφ.· επίσης με γεν., πυρὸς [[νῆας]] [[ἐνιπρῆσαι]], τα έκαψαν, τα πυρπόλησαν με τη [[δύναμη]] της φωτιάς, σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., καίγομαι, φλέγομαι, σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐμπίπρημι:''' (impf. ἐνεπίμπρην, fut. [[ἐμπρήσω]] - эп. ἐνιπρήσω, aor. [[ἐνέπρησα]], pf. ἐμπέπρηκα; pass.: aor. ἐνεπρήσθην, pf. ἐμπέπρησμαι и ἐμπέπρημαι) (тж. ἐ. πυρί, реже [[πυρός]] Hom.) зажигать, поджигать, сжигать ([[νῆας]], [[ἄστυ]] Hom.; τὸν νηόν Her.; οἰκίαν Arph.; τὸ [[οἴκημα]] Xen.); pass. гореть, сгорать (ὁ [[ὀπισθόδομος]] ἐνεπρήσθη Dem.; [[ὕλη]] ἐμπεπρησμένη Arst.). | |||
}} | }} |