Anonymous

ἐννυχεύω: Difference between revisions

From LSJ
4
(12)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐννυχεύω]] (Α) [[έννυχος]]<br /><b>1.</b> [[διανυκτερεύω]], [[κοιμάμαι]] [[κάπου]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[διαμένω]], [[διατρίβω]] [[κάπου]] («Ἔρως ὅς ἐν μαλακαῑς παρειαῑς νεάνιδος ἐννυχεύεις», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (για αστέρια) δύω, [[δύνω]] («πότ' ἐννυχεύει [[χρυσότοξος]] [[Ὠρίων]]», Αίσωπ.).
|mltxt=[[ἐννυχεύω]] (Α) [[έννυχος]]<br /><b>1.</b> [[διανυκτερεύω]], [[κοιμάμαι]] [[κάπου]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[διαμένω]], [[διατρίβω]] [[κάπου]] («Ἔρως ὅς ἐν μαλακαῑς παρειαῑς νεάνιδος ἐννυχεύεις», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (για αστέρια) δύω, [[δύνω]] («πότ' ἐννυχεύει [[χρυσότοξος]] [[Ὠρίων]]», Αίσωπ.).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐννῠχεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, περνώ τη [[νύχτα]] [[κάπου]], [[διανυκτερεύω]], σε Σοφ.
}}
}}