Anonymous

ἐνικάτθεο: Difference between revisions

From LSJ
4
(6_6)
(4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐνικάτθεο''': ἐνικάτθετο, Ἐπικ. ἀόρ. β΄ τοῦ [[ἐγκατατίθημι]].
|lstext='''ἐνικάτθεο''': ἐνικάτθετο, Ἐπικ. ἀόρ. β΄ τοῦ [[ἐγκατατίθημι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐνικάτθεο:''' ἐνικάτθετο, Επικ. αντί <i>ἐγκαταθοῦ</i>, <i>ἐγκατέθετο</i> και βʹ ενικ. Μέσ. αορ. βʹ του [[ἐγκατατίθημι]].
}}
}}