ἐνικάτθεο
From LSJ
Γήρως δὲ φαύλου τίς γένοιτ' ἂν ἐκτροπή; → Senectutis non habetur effugium malae → Wie könnte man dem schlimmen Alter wohl entflieh'n?
English (LSJ)
ἐνικάτθετο, Ep. aor. 2 of ἐγκατατίθημι.
Russian (Dvoretsky)
ἐνικάτθεο: Hes. 2 л. sing. imper. к ἐγκατατίθημι.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνικάτθεο: ἐνικάτθετο, Ἐπικ. ἀόρ. β΄ τοῦ ἐγκατατίθημι.
Greek Monotonic
ἐνικάτθεο: ἐνικάτθετο, Επικ. αντί ἐγκαταθοῦ, ἐγκατέθετο και βʹ ενικ. Μέσ. αορ. βʹ του ἐγκατατίθημι.