Anonymous

ἐπασσύτερος: Difference between revisions

From LSJ
4
(13)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπασσύτερος]], -α, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που διαδέχεται άλλον με [[ορμή]], σε [[πυκνά]] κύματα, [[αλλεπάλληλος]] («ἐπασσύτεραι Δαναῶν κίνυντο φάλαγγες», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συχνός]], επαναλαμβανόμενος<br /><b>3.</b> (για άνεμο) αυτός που πνέει ασταμάτητα<br /><b>4.</b> (για [[κακό]]) αυτός που μεγαλώνει [[μέρα]] με τη [[μέρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ασσύτερος</i> (μτγν. συγκριτ. του επίρρ. [[άγχι]]) «[[πλησιέστερος]], εγγύτερος»].
|mltxt=[[ἐπασσύτερος]], -α, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που διαδέχεται άλλον με [[ορμή]], σε [[πυκνά]] κύματα, [[αλλεπάλληλος]] («ἐπασσύτεραι Δαναῶν κίνυντο φάλαγγες», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συχνός]], επαναλαμβανόμενος<br /><b>3.</b> (για άνεμο) αυτός που πνέει ασταμάτητα<br /><b>4.</b> (για [[κακό]]) αυτός που μεγαλώνει [[μέρα]] με τη [[μέρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ασσύτερος</i> (μτγν. συγκριτ. του επίρρ. [[άγχι]]) «[[πλησιέστερος]], εγγύτερος»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπασσύτερος:''' [ῠ], -α, -ον ([[ἆσσον]], ἀσσύτερος), ο [[ένας]] πάνω στον [[άλλο]], ο [[ένας]] [[μετά]] τον [[άλλο]], [[κυρίως]] στον πληθ., σε Όμηρ.· στον ενικ., [[κῦμα]] ὄρνυτ' ἐπασσύτερον, [[κύμα]] πάνω στο [[κύμα]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}