ἐπασσύτερος
ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it
English (LSJ)
[ῠ], α, ον, Ep.Adj.
A one upon another, one after another, mostly in plural, ἐπασσύτεραι κίνυντο φάλαγγες Il.4.427; πάντας ἐπασσυτέρους πέλασε χθονί 8.[277]; σκοποὶ ἷζον αἰὲν ἐπασσύτεροι watchers sat one after another, i.e. at short distances, Od.16.366; τριηκοσίας πέτρας πέμπον ἐ. Hes.Th.716; ἐ. ποσὶν ἕρπον Nic.Th.717: and in sg., κῦμα.. ὄρνυτ' ἐπασσύτερον wave upon wave, Il.4.423.
II frequent, repeated, λυγμοί Nic.Th.246: with sg. word, ἐ. οὖρος, perhaps following breeze or ever-freshening, A.R.1.579; and so ἐ. βιότοιο χρησμοσύνη ever-growing penury, Id.2.472. (Perh. from ἐπ-αν (α) -ς (ε) υ-.)
German (Pape)
[Seite 906] nahe an einander, dichtgedrängt; κῦμα ἐπ., Welle auf Welle, Il. 4, 423; sonst im plur., σκοποὶ ἷζον αἰὲν ἐπασσύτεροι, saßen einer neben dem andern, Od. 16, 366; πάντας ἐπασσυτέρους πέλασε χθονί, alle Einen auf den Andern warf er zur Erde, Il. 8, 277; θνῆσκον ἐπ., sie starben Einer nach dem Andern, in Menge, 1, 383; πέτρας πέμπον ἐπασσυτέρας Hes. Th. 716; sp. D., wie Nic. Th. 246 Opp. Cyn. 4, 181; auch von einzelnen Dingen, οὖρος Ap. Rh. 1, 579, vgl. 2, 472.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qui se pressent l'un l'autre, qui se succèdent sans interruption.
Étymologie: p. *ἐπανσύτερος, de ἐπί, ἀνά, σεύω, -τερος.
Russian (Dvoretsky)
ἐπασσύτερος: (ῠ) преимущ. pl. плотно примыкающий, тесно прилегающий: κῦμα ἐπασσύτερον Hom. набегающая (на другую) волна; ἐπασσύτεραι κίνυντο φάλαγγες Hom. сомкнутыми рядами двинулись (данайские) фаланги; οἱ λαοὶ θνῆσκον ἐπασσύτεροι Hom. люди умирали один за другим; πέτρας πέμπειν ἐπασσυτέρας Hes. бросать камень за камнем.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπασσύτερος: ῠ, -α, -ον, (ἆσσον, ἀσσύτερος) ὁ εἷς ἐπὶ τοῦ ἄλλου, ὁ εἷς μετὰ τὸν ἄλλον, τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ., ὣς τότ’ ἐπασσύτεραι Δαναῶν κίνυντο φάλαγγες Ἰλ. Δ. 427· πάντας ἐπασσυτέρους πέλασσε χθονὶ Θ. 277· σκοποὶ ἷζον αἰὲν ἐπασσύτεροι, κατάσκοποι ἐκάθηντο ἀείποτε πυκνοί, δηλ. κατὰ μικρὰ διαστήματα, Ὀδ. Π. 366· πέτρας στιβαρῶν ἀπὸ χειρῶν πέμπον ἐπασσυτέρας Ἡσ. Θ. 716· καὶ ἐν τῷ ἑνικῷ, κῦμα... ὄρνυτ’ ἐπασσύτερον, τὸ ἓν ἐπὶ τοῦ ἄλλου, «συνεχές, πυκνὸν» (Σχόλ.), Ἰλ. Δ. 423. ΙΙ. ἐπὶ ἀνέμου, ὁ ἀπαύστως πνέων, τὴν δ’ αἰὲν ἐπασσύτερος φέρεν οὖρος Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 579· ἐπὶ ἐνδείας, διηνεκής, ἐπασσυτέρη βιότοιο χρησμοσύνη, «ἀπορία, πενία, ἔνδεια» (Σχόλ.), ὁ αὐτὸς 2. 472· πρβλ. Νικ. Θηρ. 246. Ἡ λέξις μόνον κατὰ τύπον φαίνεται ὡς συγκριτική.
English (Autenrieth)
(ἀσσον): closer and closer, close together, Il. 4.423; in quick succession, Il. 1.383, Od. 16.366.
Greek Monolingual
ἐπασσύτερος, -α, -ον (Α)
1. αυτός που διαδέχεται άλλον με ορμή, σε πυκνά κύματα, αλλεπάλληλος («ἐπασσύτεραι Δαναῶν κίνυντο φάλαγγες», Ομ. Ιλ.)
2. συχνός, επαναλαμβανόμενος
3. (για άνεμο) αυτός που πνέει ασταμάτητα
4. (για κακό) αυτός που μεγαλώνει μέρα με τη μέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ασσύτερος (μτγν. συγκριτ. του επίρρ. άγχι) «πλησιέστερος, εγγύτερος»].
Greek Monotonic
ἐπασσύτερος: [ῠ], -α, -ον (ἆσσον, ἀσσύτερος), ο ένας πάνω στον άλλο, ο ένας μετά τον άλλο, κυρίως στον πληθ., σε Όμηρ.· στον ενικ., κῦμα ὄρνυτ' ἐπασσύτερον, κύμα πάνω στο κύμα, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
ἐπ-ασσῠ́τερος, η, ον ἆσσον, ἀσσύτερος]
one upon another, one after another, mostly in plural, Hom.; in sg., κῦμα ὄρνυτ' ἐπασσύτερον wave upon wave, Il.