Anonymous

ἐξαρτίζω: Difference between revisions

From LSJ
4
(12)
(4)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐξαρτίζω]]) [[αρτίζω]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[εφοδιάζω]] [[κάτι]] και ειδικότερα [[πλοίο]] ή στόλο με όλα τα απαραίτητα εξαρτήματα, [[αρματώνω]], [[εξοπλίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] άρτιο, τέλειο, [[συμπληρώνω]]<br /><b>2.</b> [[παρασκευάζω]], [[ετοιμάζω]] («ἵνα [[ἄρτιος]] ᾖ ὁ τοῡ θεοῡ [[ἄνθρωπος]], πρὸς πᾱν [[ἔργον]] ἀγαθὸν ἐξηρτισμένος», ΚΔ)<br /><b>3.</b> [[εφοδιάζω]] [[μηχανικό]] [[σύνολο]] με όλα τα απαραίτητα («[[μηχανή]] ἐξηρτισμένη πάσῃ ξυλικῇ καταρτείᾳ», πάπ.)<br /><b>4.</b> [[στολίζω]], [[διακοσμώ]] («πέμψον ἡμῑν περὶ τῶν βιβλίων ᾖ ἐξήρτισας», πάπ.)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[ἐξαρτίζω]] ἡμέρας» — [[συμπληρώνω]] κάποιο [[χρονικό]] [[διάστημα]], [[φθάνω]] στο [[τέλος]] του.
|mltxt=(AM [[ἐξαρτίζω]]) [[αρτίζω]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[εφοδιάζω]] [[κάτι]] και ειδικότερα [[πλοίο]] ή στόλο με όλα τα απαραίτητα εξαρτήματα, [[αρματώνω]], [[εξοπλίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] άρτιο, τέλειο, [[συμπληρώνω]]<br /><b>2.</b> [[παρασκευάζω]], [[ετοιμάζω]] («ἵνα [[ἄρτιος]] ᾖ ὁ τοῡ θεοῡ [[ἄνθρωπος]], πρὸς πᾱν [[ἔργον]] ἀγαθὸν ἐξηρτισμένος», ΚΔ)<br /><b>3.</b> [[εφοδιάζω]] [[μηχανικό]] [[σύνολο]] με όλα τα απαραίτητα («[[μηχανή]] ἐξηρτισμένη πάσῃ ξυλικῇ καταρτείᾳ», πάπ.)<br /><b>4.</b> [[στολίζω]], [[διακοσμώ]] («πέμψον ἡμῑν περὶ τῶν βιβλίων ᾖ ἐξήρτισας», πάπ.)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[ἐξαρτίζω]] ἡμέρας» — [[συμπληρώνω]] κάποιο [[χρονικό]] [[διάστημα]], [[φθάνω]] στο [[τέλος]] του.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐξαρτίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i>, [[συμπληρώνω]], [[ολοκληρώνω]], [[τελειώνω]], [[τὰς]] ἡμέρας, σε Καινή Διαθήκη — Παθ., είμαι εντελώς προετοιμασμένος ή εφοδιασμένος, εξοπλισμένος, στον ίδ. — Μέσ., [[προμηθεύομαι]], εφοδιάζομαι, <i>τι</i>, σε Λουκ.
}}
}}