3,277,121
edits
(4) |
(2) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐξαρτίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i>, [[συμπληρώνω]], [[ολοκληρώνω]], [[τελειώνω]], [[τὰς]] ἡμέρας, σε Καινή Διαθήκη — Παθ., είμαι εντελώς προετοιμασμένος ή εφοδιασμένος, εξοπλισμένος, στον ίδ. — Μέσ., [[προμηθεύομαι]], εφοδιάζομαι, <i>τι</i>, σε Λουκ. | |lsmtext='''ἐξαρτίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i>, [[συμπληρώνω]], [[ολοκληρώνω]], [[τελειώνω]], [[τὰς]] ἡμέρας, σε Καινή Διαθήκη — Παθ., είμαι εντελώς προετοιμασμένος ή εφοδιασμένος, εξοπλισμένος, στον ίδ. — Μέσ., [[προμηθεύομαι]], εφοδιάζομαι, <i>τι</i>, σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐξαρτίζω:''' <b class="num">1)</b> завершать, оканчивать, (о времени) проводить (τὰς ἡμέρας NT);<br /><b class="num">2)</b> med. готовиться (πρός τι NT);<br /><b class="num">3)</b> med. готовить себе, устраивать для себя (στιβάδας ἐνοικοδομεῖσθαι καὶ τὰ ἄλλα ἐ. Luc.). | |||
}} | }} |