Anonymous

ἐξαρτίζω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐξαρτίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i>, [[συμπληρώνω]], [[ολοκληρώνω]], [[τελειώνω]], [[τὰς]] ἡμέρας, σε Καινή Διαθήκη — Παθ., είμαι εντελώς προετοιμασμένος ή εφοδιασμένος, εξοπλισμένος, στον ίδ. — Μέσ., [[προμηθεύομαι]], εφοδιάζομαι, <i>τι</i>, σε Λουκ.
|lsmtext='''ἐξαρτίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i>, [[συμπληρώνω]], [[ολοκληρώνω]], [[τελειώνω]], [[τὰς]] ἡμέρας, σε Καινή Διαθήκη — Παθ., είμαι εντελώς προετοιμασμένος ή εφοδιασμένος, εξοπλισμένος, στον ίδ. — Μέσ., [[προμηθεύομαι]], εφοδιάζομαι, <i>τι</i>, σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξαρτίζω:''' <b class="num">1)</b> завершать, оканчивать, (о времени) проводить (τὰς ἡμέρας NT);<br /><b class="num">2)</b> med. готовиться (πρός τι NT);<br /><b class="num">3)</b> med. готовить себе, устраивать для себя (στιβάδας ἐνοικοδομεῖσθαι καὶ τὰ ἄλλα ἐ. Luc.).
}}
}}