3,277,309
edits
(12) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή (AM [[ἐνδυτός]], -όν)<br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ἐνδυτή</i><br />[[κάλυμμα]] της Αγίας Τραπέζης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που χρησιμεύει ως [[ένδυμα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ἐνδυτός]] στέμμασιν» — σκεπασμένος με στεφάνια<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐνδυτόν</i><br />α) [[εσθήτα]]<br />β) το [[δέρμα]] («σαρκὸς ἐνδυτά», Βακχυλ.). | |mltxt=-ή (AM [[ἐνδυτός]], -όν)<br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ἐνδυτή</i><br />[[κάλυμμα]] της Αγίας Τραπέζης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που χρησιμεύει ως [[ένδυμα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ἐνδυτός]] στέμμασιν» — σκεπασμένος με στεφάνια<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐνδυτόν</i><br />α) [[εσθήτα]]<br />β) το [[δέρμα]] («σαρκὸς ἐνδυτά», Βακχυλ.). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐνδῠτός:''' -όν,<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που φοριέται από κάποιον, σε Αισχύλ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> <i>ἐνδυτόν</i> (ενν. [[ἔσθημα]]), <i>τό</i>, [[ένδυμα]], [[ρούχο]], [[φόρεμα]], στον ίδ.· μεταφ., <i>ἐνδ.σαρκός</i>, δηλ. το [[δέρμα]] κάποιου, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> ντυμένος, καλυμμένος με, <i>στέμμασιν</i>, στον ίδ. | |||
}} | }} |