Anonymous

ἐνδυτός: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐνδῠτός:''' -όν,<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που φοριέται από κάποιον, σε Αισχύλ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> <i>ἐνδυτόν</i> (ενν. [[ἔσθημα]]), <i>τό</i>, [[ένδυμα]], [[ρούχο]], [[φόρεμα]], στον ίδ.· μεταφ., <i>ἐνδ.σαρκός</i>, δηλ. το [[δέρμα]] κάποιου, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> ντυμένος, καλυμμένος με, <i>στέμμασιν</i>, στον ίδ.
|lsmtext='''ἐνδῠτός:''' -όν,<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που φοριέται από κάποιον, σε Αισχύλ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> <i>ἐνδυτόν</i> (ενν. [[ἔσθημα]]), <i>τό</i>, [[ένδυμα]], [[ρούχο]], [[φόρεμα]], στον ίδ.· μεταφ., <i>ἐνδ.σαρκός</i>, δηλ. το [[δέρμα]] κάποιου, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> ντυμένος, καλυμμένος με, <i>στέμμασιν</i>, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐνδῠτός:''' <b class="num">1)</b> одетый, увенчанный (στέμμασι Eur.);<br /><b class="num">2)</b> надетый (ἐσθήματα Aesch.).
}}
}}