Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐπήκοος: Difference between revisions

From LSJ
4
(13)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον (AM [[ἐπήκοος]], -ον Α και δωρ. τ. έπάκοος, -ον)<br /><b>φρ.</b> «εἰς ἐπήκοον» — σε τέτοια [[απόσταση]] ή [[θέση]] που να ακούν όλοι («ἔστησαν εἰς ἐπήκοον», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ακούει με [[προσοχή]] («τῶνδ' ἐπήκοοι κακῶν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για θεούς) αυτός που εισακούει τις προσευχές («εἰ καὶ πρότερόν ποτ' ἐπηκόω ἤλθετον», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[υπάκουος]]<br /><b>4.</b> [[ακουστός]]<br /><b>5.</b> [[μάρτυρας]] σε [[συναλλαγή]]<br /><b>6.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>ἐπήκοοι</i><br />απεσταλμένοι, πρεσβευτές. <b>(Επίρρ.)</b> <i>ἐπηκόως</i> (Α)<br />[[έτσι]] ώστε να ακούγεται.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ακούω]], το -<i>η</i>- λόγω της λειτουργίας του νόμου εκτάσεως εν συνθέσει].
|mltxt=-ον (AM [[ἐπήκοος]], -ον Α και δωρ. τ. έπάκοος, -ον)<br /><b>φρ.</b> «εἰς ἐπήκοον» — σε τέτοια [[απόσταση]] ή [[θέση]] που να ακούν όλοι («ἔστησαν εἰς ἐπήκοον», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ακούει με [[προσοχή]] («τῶνδ' ἐπήκοοι κακῶν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για θεούς) αυτός που εισακούει τις προσευχές («εἰ καὶ πρότερόν ποτ' ἐπηκόω ἤλθετον», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[υπάκουος]]<br /><b>4.</b> [[ακουστός]]<br /><b>5.</b> [[μάρτυρας]] σε [[συναλλαγή]]<br /><b>6.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>ἐπήκοοι</i><br />απεσταλμένοι, πρεσβευτές. <b>(Επίρρ.)</b> <i>ἐπηκόως</i> (Α)<br />[[έτσι]] ώστε να ακούγεται.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ακούω]], το -<i>η</i>- λόγω της λειτουργίας του νόμου εκτάσεως εν συνθέσει].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπήκοος:''' Δωρ. [[ἐπάκοος]], -ον, ([[ἐπακούω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που ακούει ή δίνει [[προσοχή]] σε [[κάτι]], με γεν., σε Αισχύλ., Πλάτ.· επίσης με δοτ., στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που βρίσκεται [[εντός]] πεδίου ακοής, [[εντός]] ακουστικής ικανότητας, αντίληψης, <i>εἰς ἐπήκοον</i>, σε Ξεν.
}}
}}