3,274,216
edits
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπήκοος:''' Δωρ. [[ἐπάκοος]], -ον, ([[ἐπακούω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που ακούει ή δίνει [[προσοχή]] σε [[κάτι]], με γεν., σε Αισχύλ., Πλάτ.· επίσης με δοτ., στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που βρίσκεται [[εντός]] πεδίου ακοής, [[εντός]] ακουστικής ικανότητας, αντίληψης, <i>εἰς ἐπήκοον</i>, σε Ξεν. | |lsmtext='''ἐπήκοος:''' Δωρ. [[ἐπάκοος]], -ον, ([[ἐπακούω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που ακούει ή δίνει [[προσοχή]] σε [[κάτι]], με γεν., σε Αισχύλ., Πλάτ.· επίσης με δοτ., στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που βρίσκεται [[εντός]] πεδίου ακοής, [[εντός]] ακουστικής ικανότητας, αντίληψης, <i>εἰς ἐπήκοον</i>, σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπήκοος:''' дор. [[ἐπάκοος]] 2 (ᾱ)<br /><b class="num">1)</b> слушающий (λόγων Eur.);<br /><b class="num">2)</b> выслушивающий, внемлющий (εὐχαῖς Plat.; βουλευμάτων Plut.);<br /><b class="num">3)</b> пристально следящий, наблюдающий (ἔργων, κακῶν Aesch.): δίκης [[γενέσθαι]] ἐ. [[μένω]] Aesch. я жду приговора;<br /><b class="num">4)</b> благосклонно выслушиваемый (παρὰ τῶν [[θεῶν]] Plat.);<br /><b class="num">5)</b> слушающийся, послушный (γονεῦσι Plat.). - см. тж. [[ἐπήκοον]]. | |||
}} | }} |