Anonymous

ἐπήκοος: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπήκοος:''' Δωρ. [[ἐπάκοος]], -ον, ([[ἐπακούω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που ακούει ή δίνει [[προσοχή]] σε [[κάτι]], με γεν., σε Αισχύλ., Πλάτ.· επίσης με δοτ., στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που βρίσκεται [[εντός]] πεδίου ακοής, [[εντός]] ακουστικής ικανότητας, αντίληψης, <i>εἰς ἐπήκοον</i>, σε Ξεν.
|lsmtext='''ἐπήκοος:''' Δωρ. [[ἐπάκοος]], -ον, ([[ἐπακούω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που ακούει ή δίνει [[προσοχή]] σε [[κάτι]], με γεν., σε Αισχύλ., Πλάτ.· επίσης με δοτ., στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που βρίσκεται [[εντός]] πεδίου ακοής, [[εντός]] ακουστικής ικανότητας, αντίληψης, <i>εἰς ἐπήκοον</i>, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπήκοος:''' дор. [[ἐπάκοος]] 2 (ᾱ)<br /><b class="num">1)</b> слушающий (λόγων Eur.);<br /><b class="num">2)</b> выслушивающий, внемлющий (εὐχαῖς Plat.; βουλευμάτων Plut.);<br /><b class="num">3)</b> пристально следящий, наблюдающий (ἔργων, κακῶν Aesch.): δίκης [[γενέσθαι]] ἐ. [[μένω]] Aesch. я жду приговора;<br /><b class="num">4)</b> благосклонно выслушиваемый (παρὰ τῶν [[θεῶν]] Plat.);<br /><b class="num">5)</b> слушающийся, послушный (γονεῦσι Plat.). - см. тж. [[ἐπήκοον]].
}}
}}