Anonymous

ἔξωρος: Difference between revisions

From LSJ
4
(12)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἔξωρος]], -ον (AM)<br /><b>1.</b> [[παράκαιρος]] («ἔξωρα [[πράσσω]] κοὐκ ἐμοὶ προσεικότα» — [[ενεργώ]] παράκαιρα και ανάρμοστα, <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει περάσει πια την κατάλληλη [[εποχή]] ή [[ηλικία]] για [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>έξω</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ώρα</i> «[[εποχή]], [[καιρός]]»].
|mltxt=[[ἔξωρος]], -ον (AM)<br /><b>1.</b> [[παράκαιρος]] («ἔξωρα [[πράσσω]] κοὐκ ἐμοὶ προσεικότα» — [[ενεργώ]] παράκαιρα και ανάρμοστα, <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει περάσει πια την κατάλληλη [[εποχή]] ή [[ηλικία]] για [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>έξω</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ώρα</i> «[[εποχή]], [[καιρός]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἔξωρος:''' -ον, ([[ὥρα]]), [[παράκαιρος]], [[ανεπίκαιρος]], [[πρόωρος]], [[εκτός]] εποχής, [[ακατάλληλος]], σε Σοφ.· αυτός που απομακρύνεται από την [[υπηρεσία]] του λόγω ορίου ηλικίας, σε Αισχίν.
}}
}}