Anonymous

ἔξωρος: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔξωρος:''' -ον, ([[ὥρα]]), [[παράκαιρος]], [[ανεπίκαιρος]], [[πρόωρος]], [[εκτός]] εποχής, [[ακατάλληλος]], σε Σοφ.· αυτός που απομακρύνεται από την [[υπηρεσία]] του λόγω ορίου ηλικίας, σε Αισχίν.
|lsmtext='''ἔξωρος:''' -ον, ([[ὥρα]]), [[παράκαιρος]], [[ανεπίκαιρος]], [[πρόωρος]], [[εκτός]] εποχής, [[ακατάλληλος]], σε Σοφ.· αυτός που απομακρύνεται από την [[υπηρεσία]] του λόγω ορίου ηλικίας, σε Αισχίν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἔξωρος:''' <b class="num">1)</b> несвоевременный, неуместный: ἔξωρα πράσσειν Soph. совершать неуместные поступки, действовать некстати;<br /><b class="num">2)</b> вышедший из (подходящего) возраста, слишком старый (τοῦ ἐρᾶν Luc.): ἔ. [[γενέσθαι]] Aeschin., Plut. состариться.
}}
}}