Anonymous

ἐπιζάφελος: Difference between revisions

From LSJ
4
(13)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπιζάφελος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[ορμητικός]], [[βίαιος]] («ὅτε κεν τιν’ [[ἐπιζάφελος]] [[χόλος]] ἵκοι» — όταν καταλάβει κάποιον βίαια [[οργή]], <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>τὸ ἐπιζάφελον</i><br />με [[μεγάλη]] [[οργή]] («ἐπιζάφελον κοτέουσα»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ζάφελος]]. Άγνωστης ετυμολογίας. Εικάζεται ότι το <i>ζα</i> αποτελεί αιολ. τ. της πρόθεσης <i>διά</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ζα</i>-<i>χρηής</i>)].
|mltxt=[[ἐπιζάφελος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[ορμητικός]], [[βίαιος]] («ὅτε κεν τιν’ [[ἐπιζάφελος]] [[χόλος]] ἵκοι» — όταν καταλάβει κάποιον βίαια [[οργή]], <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>τὸ ἐπιζάφελον</i><br />με [[μεγάλη]] [[οργή]] («ἐπιζάφελον κοτέουσα»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ζάφελος]]. Άγνωστης ετυμολογίας. Εικάζεται ότι το <i>ζα</i> αποτελεί αιολ. τ. της πρόθεσης <i>διά</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ζα</i>-<i>χρηής</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιζάφελος:''' [ᾰ], -ον, [[ορμητικός]], [[σφοδρός]], [[βίαιος]], σε Ομήρ. Ιλ.· επίρρ., [[ἐπιζαφελῶς]] (όπως αν προερχόταν από το <i>ἐπιζαφελής</i>), ορμητικά, μανιωδώς, σε Όμηρ. (Το απλό <i>ζάφελος</i> δεν απαντά [[καθόλου]]· συνδέεται με το [[πρόθεμα]] <i>ζα-</i>).
}}
}}