ἐπιζάφελος

From LSJ

Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably

Sophocles, Antigone, 1031-2
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιζάφελος Medium diacritics: ἐπιζάφελος Low diacritics: επιζάφελος Capitals: ΕΠΙΖΑΦΕΛΟΣ
Transliteration A: epizáphelos Transliteration B: epizaphelos Transliteration C: epizafelos Beta Code: e)piza/felos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, vehement, violent, χόλος Il.9.525. Adv. ἐπιζαφελῶς = (as if from ἐπιζαφελής, which never occurs, v. Eust.769.22) violently, vehemently, furiously, ἐ. χαλεπαίνειν, μενεαίνειν, Il.9.516, Od.6.330; ἐρεείνειν h.Merc.487: also neut. as adverb, ἐπιζάφελον κοτέουσα A.R. 4.1672.

German (Pape)

[Seite 941] (ζα- od. ὀφέλλω, das simpl. findet sich nicht), heftig, χόλος, Il. 9, 525. Dazu adv. (wie von ἐπιζαφελής) ἐπιζαφελῶς, sehr heftig, χαλεπαίνειν, μενεαίνειν, Il. 9, 516 Od. 6, 330; κοτέειν Orph. Arg. 1359, wie ἐπιζάφελον κοτέουσαι Ap. Rh. 4, 1672; auch ἐρεείνω, H. h. Merc. 487.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
violent.
Étymologie: ἐπί, ζα-, ὀφέλλω².

English (Autenrieth)

raging, furious; χόλος, Il. 9.525.—Adv., ἐπιζαφέλως, vehemently.

Greek Monolingual

ἐπιζάφελος, -ον (Α)
1. ορμητικός, βίαιος («ὅτε κεν τιν’ ἐπιζάφελος χόλος ἵκοι» — όταν καταλάβει κάποιον βίαια οργή, Ομ. Ιλ.)
2. (το ουδ. ως επίρρ.) τὸ ἐπιζάφελον
με μεγάλη οργή («ἐπιζάφελον κοτέουσα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ζάφελος. Άγνωστης ετυμολογίας. Εικάζεται ότι το ζα αποτελεί αιολ. τ. της πρόθεσης διά (πρβλ. ζαχρηής)].

Greek Monotonic

ἐπιζάφελος: [ᾰ], -ον, ορμητικός, σφοδρός, βίαιος, σε Ομήρ. Ιλ.· επίρρ., ἐπιζαφελῶς (όπως αν προερχόταν από το ἐπιζαφελής), ορμητικά, μανιωδώς, σε Όμηρ. (Το απλό ζάφελος δεν απαντά καθόλου· συνδέεται με το πρόθεμα ζα-).

Russian (Dvoretsky)

ἐπιζάφελος: (ᾰ) сильнейший, неистовый (χόλος Hom.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: vehement, violent, of fury (χόλος Ι 525), adv. -ῶς (χαλεπαίνειν, μενεαίνειν, ἐρεείνειν Ι 516, ζ 330, h. Merc. 487; on the accent-shift Schwyzer 618), -ον (κοτέουσα A. R. 4, 1672).
Derivatives: With archaising suppression of the prefix ζάφελος (Nic. Al. 556, EM), ζαφελές, -ῶς (H.), -ής (Suid.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Expressive word without etymology. ζα- is prob. the Aeolic form of δια-; further unclear. Not better Strömberg Prefix Studies 89. - Fur. 176 suggests connection with ζάψ surf, and takes it as Pre-Greek.

Middle Liddell

ἐπι-ζᾰ́φελος, ον
vehement, violent, Il.:—adv. ἐπιζαφελῶς (as if from ἐπιζαφελήσ), vehemently, furiously, Hom. [The simple ζάφελος never occurs: it is connected with the Prefix ζα-.]

Frisk Etymology German

ἐπιζάφελος: {epizáphelos}
Meaning: heftig, hitzig, vom Zorn (χόλος Ι 525), Adv. -ῶς (χαλεπαίνειν, μενεαίνειν, ἐρεείνειν Ι 516, ζ 330, h. Merc. 487; zur Akzentverschiebung Schwyzer 618), -ον (κοτέουσα A. R. 4, 1672).
Derivative: Daneben in derselben Bedeutung mit archaisierendem Wegfall des Präfixes ζάφελος (Nik. Al. 556, EM), ζαφελές, -ῶς (H.), -ής (Suid.).
Etymology: Expressives Wort ohne Etymologie. In ζα- steckt gewiß die äolische Form von δια-; das übrige bleibt unklar (ἐθέλω? [Prellwitz], ὄφελος? [Chantraine Gramm. hom. 1, 169]). Nicht besser Strömberg Prefix Studies 89.
Page 1,536-537