Anonymous

ἐπιγιγνώσκω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιγιγνώσκω:''' Ιων. και μεταγεν. [[τύπος]] -γῑνώσκω· μέλ. -[[γνώσομαι]], αόρ. βʹ <i>ἐπ-έγνων</i>, Επικ. υποτ. γʹ πληθ. [[ἐπιγνώωσι]], παρακ. <i>ἐπέγνωκα</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[κοιτάζω]], [[γίνομαι]] [[μάρτυρας]], [[παρατηρώ]], [[διακρίνω]], σε Ομήρ. Οδ., Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[αναγνωρίζω]], [[γνωρίζω]] [[πάλι]], σε Ομήρ. Οδ., Σοφ.· [[αναγνωρίζω]] ή [[επιδοκιμάζω]], [[εγκρίνω]] [[κάτι]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα επίσης, [[βρίσκω]], [[ανακαλύπτω]], [[διακρίνω]], σε Αισχύλ., Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[αποφασίζω]], [[παίρνω]] την [[απόφαση]], [[κρίνω]], τι [[περί]] τινος, στον ίδ.
|lsmtext='''ἐπιγιγνώσκω:''' Ιων. και μεταγεν. [[τύπος]] -γῑνώσκω· μέλ. -[[γνώσομαι]], αόρ. βʹ <i>ἐπ-έγνων</i>, Επικ. υποτ. γʹ πληθ. [[ἐπιγνώωσι]], παρακ. <i>ἐπέγνωκα</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[κοιτάζω]], [[γίνομαι]] [[μάρτυρας]], [[παρατηρώ]], [[διακρίνω]], σε Ομήρ. Οδ., Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[αναγνωρίζω]], [[γνωρίζω]] [[πάλι]], σε Ομήρ. Οδ., Σοφ.· [[αναγνωρίζω]] ή [[επιδοκιμάζω]], [[εγκρίνω]] [[κάτι]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα επίσης, [[βρίσκω]], [[ανακαλύπτω]], [[διακρίνω]], σε Αισχύλ., Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[αποφασίζω]], [[παίρνω]] την [[απόφαση]], [[κρίνω]], τι [[περί]] τινος, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιγιγνώσκω:''' ион. и поздн. ἐπιγῑνώσκω (fut. ἐπιγνώσομαι, aor. [[ἐπέγνων]], pf. ἐπέγνωκα)<br /><b class="num">1)</b> узнавать, опознавать (τινὰ φαιδρῷ προσώπῳ Soph.): αἲ κέ μ᾽ ἐπιγνοίη ἠέ κεν ἀγνοίησι Hom. (посмотрю), узнает ли он меня или нет; μὴ [[ῥᾳδίως]] ἂν ἐπιγνῶναι Arst. нелегко было бы распознать;<br /><b class="num">2)</b> узнавать, знакомиться, познавать (τινά и τι Trag., Thuc., Xen., Polyb.; τι ἔκ τινος Plut., редко τινός Pind.): [[ζῶσαι]] [[νῦν]], [[ἵνα]] πάντες [[ἐπιγνώωσι]] μαρναμένους Hom. препояшься же (на бой), чтобы все увидели, как мы бьемся;<br /><b class="num">3)</b> быть знакомым, знать (τινά Plat.);<br /><b class="num">4)</b> решать, постановлять (τι περί τινος Thuc.): ἐπιγνῶναι [[μηδέν]] Thuc. не прийти ни к какому решению;<br /><b class="num">5)</b> придумывать (τὰ πρόσφορά τινι Thuc.);<br /><b class="num">6)</b> признавать (τινά τινα NT).
}}
}}