Anonymous

ἐπίγρυπος: Difference between revisions

From LSJ
4
(13)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπίγρυπος]], -ον (AM)<br />(<b>για πρόσ.</b>) αυτός που έχει [[κάπως]] γαμψή [[μύτη]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[μύτη]] ή [[ράμφος]]) [[κάπως]], αρκετά [[κυρτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[γρυπός]] «[[γαμψός]]»].
|mltxt=[[ἐπίγρυπος]], -ον (AM)<br />(<b>για πρόσ.</b>) αυτός που έχει [[κάπως]] γαμψή [[μύτη]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[μύτη]] ή [[ράμφος]]) [[κάπως]], αρκετά [[κυρτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[γρυπός]] «[[γαμψός]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπίγρῡπος:''' -ον, κάπως [[αγκιστροειδής]], [[αγκυλωτός]], λέγεται για το [[ράμφος]] της ίβιδος ([[γένος]] πελαγόμορφων πουλιών), σε Ηρόδ.· λέγεται για ανθρώπους, σε Πλάτ.
}}
}}