ἐπίγρυπος
English (LSJ)
ἐπίγρυπον, somewhat hooked, of the beak of the ibis, Hdt.2.76; of the muzzle of the βοῦς ἄγριος, Arist.HA499a7; of horses and men, somewhat hook-nosed, Pl.Phdr.253d, Euthphr.2b, PPetr.3p.7, al. (iii B.C.), etc.
German (Pape)
[Seite 934] etwas eingebogen, πρόσωπον, vom Schnabel des Ibis, Her. 2, 76; bes. von der Nase, Plat. Euthyphr. 2 b Phaedr. 253 d u. Folgde, z. B. Arist. H. A. 2, 1.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
légèrement crochu.
Étymologie: ἐπί, γρυπός.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίγρῡπος:
1 слегка изогнутый (ῥίς Arst.): πρόσωπον ἐς τὰ μάλιστα ἐπίγρυπον Her. сильно изогнутый клюв (ибиса);
2 горбоносый (ἵππος, Μέλητος Plat.; βοῦς ἄγριος Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίγρῡπος: -ον, ὀλίγον γρυπός, κυρτός, περὶ τοῦ ῥάμφους τῆς ἴβιδος, Ἡρόδ. 2. 76· περὶ τοῦ ἀγρίου βοός, ἐπίγρυποι (οἱ ἄγριοι βόες) Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 22· ἐπὶ ἀνθρώπων, οὐ πάνυ εὐγένειον ἐπίγρυπον δὲ Πλάτ. Εὐθύφρ. 2Β, Φαῖδρ. 253D.
Greek Monolingual
ἐπίγρυπος, -ον (AM)
(για πρόσ.) αυτός που έχει κάπως γαμψή μύτη
αρχ.
(για μύτη ή ράμφος) κάπως, αρκετά κυρτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + γρυπός «γαμψός»].
Greek Monotonic
ἐπίγρῡπος: -ον, κάπως αγκιστροειδής, αγκυλωτός, λέγεται για το ράμφος της ίβιδος (γένος πελαγόμορφων πουλιών), σε Ηρόδ.· λέγεται για ανθρώπους, σε Πλάτ.
Middle Liddell
ἐπί-γρῡπος, ον
somewhat hooked, of the beak of the ibis, Hdt.; of men, Plat.