Anonymous

ἐπενθρῴσκω: Difference between revisions

From LSJ
4
(SL_1)
(4)
Line 15: Line 15:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[ἐπενθρῴσκω]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[leap]] [[upon]] γέρονθ' [[ὅτι]] Πρίαμον πρὸς ἑρκεῖον ἤναρε βωμὸν ἐ[πεν]θορόντα (Pae. 6.115)
|sltr=[[ἐπενθρῴσκω]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[leap]] [[upon]] γέρονθ' [[ὅτι]] Πρίαμον πρὸς ἑρκεῖον ἤναρε βωμὸν ἐ[πεν]θορόντα (Pae. 6.115)
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπενθρῴσκω:''' μέλ. <i>-ενθοροῦμαι</i>, αόρ. βʹ <i>-ενέθορον</i>· [[πηδώ]] πάνω σε [[κάτι]], με δοτ., σε Αισχύλ.· ἐπ. [[ἐπί]] τινα, τινάζομαι, [[ορμώ]] πάνω σε κάποιον, όπως πάνω σε εχθρό, σε Σοφ.
}}
}}