Anonymous

ἐπενθρῴσκω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπενθρῴσκω:''' μέλ. <i>-ενθοροῦμαι</i>, αόρ. βʹ <i>-ενέθορον</i>· [[πηδώ]] πάνω σε [[κάτι]], με δοτ., σε Αισχύλ.· ἐπ. [[ἐπί]] τινα, τινάζομαι, [[ορμώ]] πάνω σε κάποιον, όπως πάνω σε εχθρό, σε Σοφ.
|lsmtext='''ἐπενθρῴσκω:''' μέλ. <i>-ενθοροῦμαι</i>, αόρ. βʹ <i>-ενέθορον</i>· [[πηδώ]] πάνω σε [[κάτι]], με δοτ., σε Αισχύλ.· ἐπ. [[ἐπί]] τινα, τινάζομαι, [[ορμώ]] πάνω σε κάποιον, όπως πάνω σε εχθρό, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπενθρῴσκω:''' (part. aor. 2 [[ἐπενθορών]]) вскакивать, бросаться (на что-л.) (σέλμασι ναῶν Aesch.; [[ἄνω]] Soph.): ἐ. ἐπί τινα Soph. устремляться на кого-л.
}}
}}