3,274,919
edits
(13) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπικρύπτω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[καλύπτω]], [[κρύβω]] («ὅδ’ [[ἀνήρ]] χείρας φονίας ἐπικρύπτει», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> [[κρύβω]] τον σκοπό μου («ἐπεκρύπτοντο γὰρ [[ὅμως]] ἔτι τῶν πεντακισχιλίων τῷ [[ονόματι]]», <b>Θουκ.</b>). | |mltxt=[[ἐπικρύπτω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[καλύπτω]], [[κρύβω]] («ὅδ’ [[ἀνήρ]] χείρας φονίας ἐπικρύπτει», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> [[κρύβω]] τον σκοπό μου («ἐπεκρύπτοντο γὰρ [[ὅμως]] ἔτι τῶν πεντακισχιλίων τῷ [[ονόματι]]», <b>Θουκ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐπικρύπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, αόρ. βʹ <i>ἐπέκρῠφον</i>· [[συγκαλύπτω]], [[κρύβω]], σε Αισχύλ., Πλάτ. — Μέσ., [[κρύβω]], [[αποκρύπτω]], στον ίδ., Δημ.· μεταμφιέζομαι, αποκρύπτομαι, [[κρύβω]] το σκοπό μου, σε Θουκ., Πλούτ.· <i>ἐπικρυπτόμενος</i>, με [[μυστικότητα]] ή [[εχεμύθεια]], [[κρυφά]], [[μυστικά]], σε Ξεν. | |||
}} | }} |