3,274,919
edits
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπικρύπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, αόρ. βʹ <i>ἐπέκρῠφον</i>· [[συγκαλύπτω]], [[κρύβω]], σε Αισχύλ., Πλάτ. — Μέσ., [[κρύβω]], [[αποκρύπτω]], στον ίδ., Δημ.· μεταμφιέζομαι, αποκρύπτομαι, [[κρύβω]] το σκοπό μου, σε Θουκ., Πλούτ.· <i>ἐπικρυπτόμενος</i>, με [[μυστικότητα]] ή [[εχεμύθεια]], [[κρυφά]], [[μυστικά]], σε Ξεν. | |lsmtext='''ἐπικρύπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, αόρ. βʹ <i>ἐπέκρῠφον</i>· [[συγκαλύπτω]], [[κρύβω]], σε Αισχύλ., Πλάτ. — Μέσ., [[κρύβω]], [[αποκρύπτω]], στον ίδ., Δημ.· μεταμφιέζομαι, αποκρύπτομαι, [[κρύβω]] το σκοπό μου, σε Θουκ., Πλούτ.· <i>ἐπικρυπτόμενος</i>, με [[μυστικότητα]] ή [[εχεμύθεια]], [[κρυφά]], [[μυστικά]], σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπικρύπτω:''' (aor. 2 ἐπέκρῠφον) (чаще med.)<br /><b class="num">1)</b> скрывать, прикрывать, прятать (χεῖρας Aesch.; τὴν βούλησιν τοῦ ὀνόματος Plat.; med., τὴν [[αὑτοῦ]] ἀπορίαν Plat.; τἀληθῆ Dem.; τὴν παρασκευήν Plut.): ἐπικρύπτεσθαί τί τινι Dem. или τι εἴς τι Plut. скрывать что-л. посредством чего-л.; ἐπικρύπτεσθαί τινά τι Plat., Polyb. скрывать что-л. от кого-л.; ἐπικρυπτόμενος Xen. держа в тайне, секретно; ἐπικεκρυμμένος Arst. хранимый в тайне;<br /><b class="num">2)</b> med. закрываться, прикрываться (ἐσθῆτι Plut.);<br /><b class="num">3)</b> med. скрываться, прятаться: ἐ. τῷ ὀνόματί τινος Thuc. скрываться под чьим-л. именем. | |||
}} | }} |