Anonymous

ἐπέοικε: Difference between revisions

From LSJ
4
(Bailly1_2)
(4)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=v. [[ἐπέοικα]].
|btext=v. [[ἐπέοικα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπέοικε:''' παρακ. [[χωρίς]] ενεστ. σε [[χρήση]],<br /><b class="num">I.</b> αρμόζει, ταιριάζει, με δοτ. προσ., [[ὅστις]] οἵ τ' [[ἐπέοικε]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> [[κυρίως]] απρόσ., ταιριάζει, πρέπει, αρμόζει, με δοτ. προσ. και απαρ., στο ίδ.· [[νέῳ]] [[ἐπέοικε]] κεῖσθαι, είναι όμορφο, ευγενές [[πράγμα]], λέγεται για έναν νέο άνδρα όταν πεθαίνει σε περίοδο πολέμου, στο ίδ.· με αιτ. προσ. και απαρ., λαοὺς δ' οὐκ [[ἐπέοικε]] ἐπαγείρειν, στο ίδ.· με απαρ. μόνο, ἀποδώσομαι ὅσσ' [[ἐπέοικε]] (<i>ἀποδόσθαι</i>), στο ίδ.· μτχ. πληθ., <i>ἐπεικότα</i>, [[κατάλληλα]], αρμόζοντα, ταιριαστά, σε Αισχύλ.
}}
}}