Anonymous

ἐπέοικε: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_5)
 
(Bailly1_2)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπέοικε''': ἁρμόζει, «ταιριάζει», [[μετὰ]] δοτ. προσώπου, [[ὅστις]] οἳ τ’ [[ἐπέοικε]], «[[ὅστις]] [[ἄξιος]] [[αὐτοῦ]] ἐστι» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ι. 392:- ἀλλαχοῦ ἀπροσώπως, [[μετὰ]] δοτ. προσώπ. καὶ ἀπαρ., σφῶϊν μέν τ’ [[ἐπέοικε]]… [[ἑστάμεν]], πρέπει, ἁρμόζει, Ἰλ. Δ. 341˙ νέῳ δέ τε πάντ’ [[ἐπέοικε]] ἀρηϊκταμένῳ… κεῖσθαι, «τῷ δέ γε νέῳ πάντα καθήκει πολέμῳ ἀναιρεθέντι» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Χ. 71, πρβλ. Πινδ. Ν. 7. 140:- μετ’ αἰτ. προσ. καὶ ἀπαρ., λαοὺς δ’ οὐκ [[ἐπέοικε]]… ταῦτ’ ἐπαγείρειν Ἰλ. Α. 126˙ ὅντ’ [[ἐπέοικε]] βουλὰς βουλεύειν Κ. 146:- μετ’ ἀπαρ. μόνον, ἀποδώσομαι ὅσσ’ [[ἐπέοικε]] ἀποδόσθαι Ἰλ. Ω. 595· οὔτ’ οὖν ἐσθῆτος δευήσεαι [[οὔτε]] τευ ἄλλου, ὧν ἐπέοιχ’ ἱκέτην ταλαπείριον ἀντιάσαντα μὴ δεηθῆναι, (ἐκτὸς ἂν ἀντὶ τοῦ ἀντιάσαντα ἀναγνώσωμεν ἀντιάασθαι, πρβλ. Ἰλ. Ω. 62), Ὀδ. Ζ. 193: - μετοχ. πληθ. ἐπεικότα, κατάλληλα, ἁρμόζοντα, τινι Αἰσχύλ. Χο. 669. (Ἁπανταχοῦ τῆς Ἰλιάδος πρὸ τοῦ [[ἐπέοικε]] ὑπάρχει [[ἔκθλιψις]], πλὴν ἐν Α. 126· καὶ [[ἐπειδὴ]] τὸ τελευταῖον φωνῆεν τῆς προθ. ἐπὶ δὲν θὰ ἠδύνατο νὰ πάθῃ ἔκθλιψιν πρὸ τοῦ ἔοικε, [[ὅπερ]] κατ’ ἀρχὰς εἶχεν ὡς πρῶτον [[γράμμα]] σύμφωνον (ἴδε τὴν λέξιν), ὁ Ahrens (ἐν Zeitsch. f. Alt. 1836, σ. 818) προτείνει νὰ ἀπαλειφθῇ [[ὅλως]] δι’ ὅλου ὁ [[τύπος]] [[οὗτος]] ἐκ τοῦ Ὁμήρου καὶ νὰ ἀναγνώσωμεν, οἵ τε ἔοικε, μέν τε ἔοικε, πάντα ἔοικε, οὐχὶ ἔοικε, κτλ.).
|lstext='''ἐπέοικε''': ἁρμόζει, «ταιριάζει», [[μετὰ]] δοτ. προσώπου, [[ὅστις]] οἳ τ’ [[ἐπέοικε]], «[[ὅστις]] [[ἄξιος]] [[αὐτοῦ]] ἐστι» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ι. 392:- ἀλλαχοῦ ἀπροσώπως, [[μετὰ]] δοτ. προσώπ. καὶ ἀπαρ., σφῶϊν μέν τ’ [[ἐπέοικε]]… [[ἑστάμεν]], πρέπει, ἁρμόζει, Ἰλ. Δ. 341˙ νέῳ δέ τε πάντ’ [[ἐπέοικε]] ἀρηϊκταμένῳ… κεῖσθαι, «τῷ δέ γε νέῳ πάντα καθήκει πολέμῳ ἀναιρεθέντι» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Χ. 71, πρβλ. Πινδ. Ν. 7. 140:- μετ’ αἰτ. προσ. καὶ ἀπαρ., λαοὺς δ’ οὐκ [[ἐπέοικε]]… ταῦτ’ ἐπαγείρειν Ἰλ. Α. 126˙ ὅντ’ [[ἐπέοικε]] βουλὰς βουλεύειν Κ. 146:- μετ’ ἀπαρ. μόνον, ἀποδώσομαι ὅσσ’ [[ἐπέοικε]] ἀποδόσθαι Ἰλ. Ω. 595· οὔτ’ οὖν ἐσθῆτος δευήσεαι [[οὔτε]] τευ ἄλλου, ὧν ἐπέοιχ’ ἱκέτην ταλαπείριον ἀντιάσαντα μὴ δεηθῆναι, (ἐκτὸς ἂν ἀντὶ τοῦ ἀντιάσαντα ἀναγνώσωμεν ἀντιάασθαι, πρβλ. Ἰλ. Ω. 62), Ὀδ. Ζ. 193: - μετοχ. πληθ. ἐπεικότα, κατάλληλα, ἁρμόζοντα, τινι Αἰσχύλ. Χο. 669. (Ἁπανταχοῦ τῆς Ἰλιάδος πρὸ τοῦ [[ἐπέοικε]] ὑπάρχει [[ἔκθλιψις]], πλὴν ἐν Α. 126· καὶ [[ἐπειδὴ]] τὸ τελευταῖον φωνῆεν τῆς προθ. ἐπὶ δὲν θὰ ἠδύνατο νὰ πάθῃ ἔκθλιψιν πρὸ τοῦ ἔοικε, [[ὅπερ]] κατ’ ἀρχὰς εἶχεν ὡς πρῶτον [[γράμμα]] σύμφωνον (ἴδε τὴν λέξιν), ὁ Ahrens (ἐν Zeitsch. f. Alt. 1836, σ. 818) προτείνει νὰ ἀπαλειφθῇ [[ὅλως]] δι’ ὅλου ὁ [[τύπος]] [[οὗτος]] ἐκ τοῦ Ὁμήρου καὶ νὰ ἀναγνώσωμεν, οἵ τε ἔοικε, μέν τε ἔοικε, πάντα ἔοικε, οὐχὶ ἔοικε, κτλ.).
}}
{{bailly
|btext=v. [[ἐπέοικα]].
}}
}}