Anonymous

ἐπιστρατεύω: Difference between revisions

From LSJ
4
(13)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐπιστρατεύω]]) [[στρατεύω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για την [[κυβέρνηση]] ή τις αρμόδιες στρατιωτικές αρχές) [[προσκαλώ]] και [[κατατάσσω]] στα όπλα κλάσεις εφέδρων<br /><b>2.</b> [[χρησιμοποιώ]] σε υπεύθυνη [[θέση]] [[πρόσωπο]] λόγω τών ικανοτήτων του, [[κατά]] [[παρέκκλιση]] της ιεραρχίας<br /><b>3.</b> [[χρησιμοποιώ]] επιχειρήματα ή [[μέσα]] ως έσχατο [[μέσο]] για να πετύχω [[κάτι]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[εκστρατεύω]] [[εναντίον]] κάποιου.
|mltxt=(AM [[ἐπιστρατεύω]]) [[στρατεύω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για την [[κυβέρνηση]] ή τις αρμόδιες στρατιωτικές αρχές) [[προσκαλώ]] και [[κατατάσσω]] στα όπλα κλάσεις εφέδρων<br /><b>2.</b> [[χρησιμοποιώ]] σε υπεύθυνη [[θέση]] [[πρόσωπο]] λόγω τών ικανοτήτων του, [[κατά]] [[παρέκκλιση]] της ιεραρχίας<br /><b>3.</b> [[χρησιμοποιώ]] επιχειρήματα ή [[μέσα]] ως έσχατο [[μέσο]] για να πετύχω [[κάτι]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[εκστρατεύω]] [[εναντίον]] κάποιου.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιστρᾰτεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[εκστρατεύω]] [[εναντίον]], [[διεξάγω]] πόλεμο, <i>τινί</i>, σε Ευρ. κ.λπ.· [[πραγματοποιώ]] [[εκστρατεία]], <i>εἰςΘετταλίαν</i>, σε Αισχύλ.· με αιτ., σε Σοφ.· απόλ., σε Αισχύλ.· ομοίως, στη Μέσ., με Παθ. παρακ., <i>ἐπιστρατεύεσθαι ἐπ' Αἴγυπτον</i>, σε Ηρόδ.· με δοτ., σε Ευρ. κ.λπ.
}}
}}