Anonymous

ἐπιστρατεύω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιστρᾰτεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[εκστρατεύω]] [[εναντίον]], [[διεξάγω]] πόλεμο, <i>τινί</i>, σε Ευρ. κ.λπ.· [[πραγματοποιώ]] [[εκστρατεία]], <i>εἰςΘετταλίαν</i>, σε Αισχύλ.· με αιτ., σε Σοφ.· απόλ., σε Αισχύλ.· ομοίως, στη Μέσ., με Παθ. παρακ., <i>ἐπιστρατεύεσθαι ἐπ' Αἴγυπτον</i>, σε Ηρόδ.· με δοτ., σε Ευρ. κ.λπ.
|lsmtext='''ἐπιστρᾰτεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[εκστρατεύω]] [[εναντίον]], [[διεξάγω]] πόλεμο, <i>τινί</i>, σε Ευρ. κ.λπ.· [[πραγματοποιώ]] [[εκστρατεία]], <i>εἰςΘετταλίαν</i>, σε Αισχύλ.· με αιτ., σε Σοφ.· απόλ., σε Αισχύλ.· ομοίως, στη Μέσ., με Παθ. παρακ., <i>ἐπιστρατεύεσθαι ἐπ' Αἴγυπτον</i>, σε Ηρόδ.· με δοτ., σε Ευρ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιστρᾰτεύω:''' <b class="num">1)</b> отправляться в поход, идти войной (τινί Eur., Arph., Thuc., Xen. и ἐπί τινα Arst.; ἐπὶ τὴν χώραν Plat., Dem.; πατρίδα τινός Soph.; πόλιν τινά Eur.; εἰς Θετταλίαν Aeschin.; med.: ἐπ᾽ Αἴγυπτον Her.; χώρᾳ τινι Xen., Plat.);<br /><b class="num">2)</b> med. воевать, бороться (διπλοῦν [[πῆμα]] Eur.);<br /><b class="num">3)</b> med. нападать (ἐπεστρατεύσατο τὰ βλέφαρα [[ὕπνος]] Arph.).
}}
}}