Anonymous

ἐπικούρησις: Difference between revisions

From LSJ
4
(13)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπικούρησις]], ἡ (Α) [[επικουρώ]]<br /><b>1.</b> [[βοήθεια]], [[προστασία]]<br /><b>2.</b> (με γεν.) [[βοήθεια]] [[εναντίον]] κάποιου (α. «[[ἐλπίς]] μ’ ἀεὶ προσῆγε σωθέντος τέκνου ἀλκήν τιν’ εὑρεῑν κἀπικούρησιν κακῶν», <b>Ευρ.</b><br />β. «τῇ τῆς ἀπορίας ἐπικουρήσει», <b>Πλάτ.</b>).
|mltxt=[[ἐπικούρησις]], ἡ (Α) [[επικουρώ]]<br /><b>1.</b> [[βοήθεια]], [[προστασία]]<br /><b>2.</b> (με γεν.) [[βοήθεια]] [[εναντίον]] κάποιου (α. «[[ἐλπίς]] μ’ ἀεὶ προσῆγε σωθέντος τέκνου ἀλκήν τιν’ εὑρεῑν κἀπικούρησιν κακῶν», <b>Ευρ.</b><br />β. «τῇ τῆς ἀπορίας ἐπικουρήσει», <b>Πλάτ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπικούρησις:''' -εως, ἡ, [[προστασία]], <i>κακῶν</i>, [[έναντι]] των κακών, σε Ευρ.
}}
}}