ἐπικούρησις

From LSJ

Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut

Menander, Monostichoi, 218
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικούρησις Medium diacritics: ἐπικούρησις Low diacritics: επικούρησις Capitals: ΕΠΙΚΟΥΡΗΣΙΣ
Transliteration A: epikoúrēsis Transliteration B: epikourēsis Transliteration C: epikoyrisis Beta Code: e)pikou/rhsis

English (LSJ)

-εως, ἡ, succour, protection, Antipho Soph.Oxy.1364.158; τᾶς ἐκ τῶ θῄω γινομένας ἐπικουρήσεις Euryph. ap. Stob.4.39.27; κακῶν against evils, E.Andr.28; τῆς ἀπορίας Pl.Lg.919b.

German (Pape)

[Seite 952] ἡ, Hülfe, κακῶν, gegen Unglücksfälle, Eur. Andr. 28; τῆς ἀπορίας Plat. Legg. XI, 919 b; ἡ ἐκ θεῶν ἐπ. Euryph. Stob. fl. 103, 27.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
secours, protection contre, gén..
Étymologie: ἐπικουρέω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπικούρησις: εως ἡ
1 помощь (τῆς ἀπορίας Plat.);
2 защита (κακῶν Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπικούρησις: -εως, ἡ, βοήθεια, προστασία, τῶν θεῶν Εὐρυφ. παρὰ Στοβ. 555, ἐν τέλει· κακῶν, βοήθειαι ἐναντίον κακῶν, Εὐρ. Ἀνδρ. 28· τῆς ἀπορίας Πλάτ. Νόμ. 919Β.

Greek Monolingual

ἐπικούρησις, ἡ (Α) επικουρώ
1. βοήθεια, προστασία
2. (με γεν.) βοήθεια εναντίον κάποιου (α. «ἐλπίς μ’ ἀεὶ προσῆγε σωθέντος τέκνου ἀλκήν τιν’ εὑρεῖν κἀπικούρησιν κακῶν», Ευρ.
β. «τῇ τῆς ἀπορίας ἐπικουρήσει», Πλάτ.).

Greek Monotonic

ἐπικούρησις: -εως, ἡ, προστασία, κακῶν, έναντι των κακών, σε Ευρ.

Middle Liddell

ἐπικούρησις, εως [from ἐπικουρέω
protection, κακῶν against evils, Eur.

English (Woodhouse)

help against

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)