Anonymous

ἐπιτεχνάομαι: Difference between revisions

From LSJ
4
(Bailly1_2)
(4)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶμαι;<br />imaginer en vue de <i>ou</i> contre : τινί [[τι]] imaginer qch contre qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], τεχνάομαι.
|btext=-ῶμαι;<br />imaginer en vue de <i>ou</i> contre : τινί [[τι]] imaginer qch contre qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], τεχνάομαι.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιτεχνάομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>,<br /><b class="num">1.</b> αποθ., [[επινοώ]] [[κάτι]] για κάποιον σκοπό ή [[αντιμετωπίζω]] κάποιο έκτακτο [[γεγονός]], [[εφευρίσκω]], [[πλάθω]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[μηχανεύομαι]] [[κάτι]] [[εναντίον]], <i>τίτινι</i>, σε Λουκ.
}}
}}