Anonymous

ἐπιτεχνάομαι: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιτεχνάομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>,<br /><b class="num">1.</b> αποθ., [[επινοώ]] [[κάτι]] για κάποιον σκοπό ή [[αντιμετωπίζω]] κάποιο έκτακτο [[γεγονός]], [[εφευρίσκω]], [[πλάθω]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[μηχανεύομαι]] [[κάτι]] [[εναντίον]], <i>τίτινι</i>, σε Λουκ.
|lsmtext='''ἐπιτεχνάομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>,<br /><b class="num">1.</b> αποθ., [[επινοώ]] [[κάτι]] για κάποιον σκοπό ή [[αντιμετωπίζω]] κάποιο έκτακτο [[γεγονός]], [[εφευρίσκω]], [[πλάθω]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[μηχανεύομαι]] [[κάτι]] [[εναντίον]], <i>τίτινι</i>, σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιτεχνάομαι:''' придумывать, выдумывать (πρῆγμά τι Her.; φίλτρα τινά Plut.): ἐ. τινί τι Luc. затеять что-л. против кого-л.
}}
}}