Anonymous

ἐπιτρεπτέον: Difference between revisions

From LSJ
4
(6_20)
(4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιτρεπτέον''': ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[ἐπιτρέπω]], δεῖ ἐπιτρέπειν, Ξεν. Ἱέρ. 8. 9, Πλάτ. Συμπ. 213Ε· [[οὕτως]] ἐν τῷ πληθ., ἐκείνοισι... οὐκ ἐπιτρεπτέα ἐστί Ἡρόδ. 9. 58.
|lstext='''ἐπιτρεπτέον''': ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[ἐπιτρέπω]], δεῖ ἐπιτρέπειν, Ξεν. Ἱέρ. 8. 9, Πλάτ. Συμπ. 213Ε· [[οὕτως]] ἐν τῷ πληθ., ἐκείνοισι... οὐκ ἐπιτρεπτέα ἐστί Ἡρόδ. 9. 58.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιτρεπτέον:''' ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει να επιτρέψει [[κάποιος]], σε Ξεν.· ομοίως, στον πληθ. <i>ἐπιτρεπτέα</i>, σε Ηρόδ.
}}
}}