Anonymous

ἐπίτονος: Difference between revisions

From LSJ
4
(14)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἐπίτονος]], -ον) [[επιτείνω]]<br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[επίτονος]]<br />α) το [[σχοινί]] της αντένας πλοίου<br />β) καθένα από τα ισχυρά [[σχοινιά]] με τα οποία αγκυρώνονται οι στήλες και τα επιστήλια τών ιστών [[πάνω]] στα [[πλευρά]] και στην [[πρύμνη]] του πλοίου, τα ξάρτια<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[έντονος]], [[τεντωμένος]]<br />(«[[κατά]] τὴν ἐπιτονωτάτην ἐπίτασιν τῆς βασάνου», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ ἐπίτονοι</i><br />οι μυώνες τών ώμων και τών βραχιόνων. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐπιτόνως</i> (Α)<br />με τρόπο έντονο, με [[ένταση]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἐπίτονος]], -ον) [[επιτείνω]]<br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[επίτονος]]<br />α) το [[σχοινί]] της αντένας πλοίου<br />β) καθένα από τα ισχυρά [[σχοινιά]] με τα οποία αγκυρώνονται οι στήλες και τα επιστήλια τών ιστών [[πάνω]] στα [[πλευρά]] και στην [[πρύμνη]] του πλοίου, τα ξάρτια<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[έντονος]], [[τεντωμένος]]<br />(«[[κατά]] τὴν ἐπιτονωτάτην ἐπίτασιν τῆς βασάνου», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ ἐπίτονοι</i><br />οι μυώνες τών ώμων και τών βραχιόνων. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐπιτόνως</i> (Α)<br />με τρόπο έντονο, με [[ένταση]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπίτονος:''' -ον ([[ἐπιτείνω]]),·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που βρίσκεται σε [[έκταση]], [[τεντωμένος]]· [[ἐπίτονος]] (ενν. [[ἱμάς]]), <i>ὁ</i>, [[σχοινί]] που τεντώνεται ή σφίγγεται, το [[πίσω]] [[στήριγμα]] καταρτιού (αντίθ. προς το [[πρότονος]]), σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> <i>ἐπίτονοι</i>, <i>οἱ</i>, τένοντες ώμου και βραχίονα, σε Πλάτ.
}}
}}