Anonymous

ἐπίτονος: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπίτονος:''' -ον ([[ἐπιτείνω]]),·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που βρίσκεται σε [[έκταση]], [[τεντωμένος]]· [[ἐπίτονος]] (ενν. [[ἱμάς]]), <i>ὁ</i>, [[σχοινί]] που τεντώνεται ή σφίγγεται, το [[πίσω]] [[στήριγμα]] καταρτιού (αντίθ. προς το [[πρότονος]]), σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> <i>ἐπίτονοι</i>, <i>οἱ</i>, τένοντες ώμου και βραχίονα, σε Πλάτ.
|lsmtext='''ἐπίτονος:''' -ον ([[ἐπιτείνω]]),·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που βρίσκεται σε [[έκταση]], [[τεντωμένος]]· [[ἐπίτονος]] (ενν. [[ἱμάς]]), <i>ὁ</i>, [[σχοινί]] που τεντώνεται ή σφίγγεται, το [[πίσω]] [[στήριγμα]] καταρτιού (αντίθ. προς το [[πρότονος]]), σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> <i>ἐπίτονοι</i>, <i>οἱ</i>, τένοντες ώμου και βραχίονα, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπίτονος:''' <b class="num">II</b> ὁ<br /><b class="num">1)</b> (sc. [[ἱμάς]]) бакштаг, оттяжка (снасть) (ἐ. βοὸς ῥινοῖο τετευχώς Hom.);<br /><b class="num">2)</b> (sc. [[τένων]]) сухожилие Plat., Arst.<br />напряженный, сильный ([[ἐπίτασις]] τῆς βασάνου Diod.).
}}
}}