Anonymous

ἐπιγνάμπτω: Difference between revisions

From LSJ
4
(13)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπιγνάμπτω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[κάμπτω]], [[λυγίζω]]<br /><b>2.</b> [[κάνω]] κάποιον να λυγίσει, να αλλάξει [[γνώμη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[γνάμπτω]] «[[κάμπτω]]»].
|mltxt=[[ἐπιγνάμπτω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[κάμπτω]], [[λυγίζω]]<br /><b>2.</b> [[κάνω]] κάποιον να λυγίσει, να αλλάξει [[γνώμη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[γνάμπτω]] «[[κάμπτω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιγνάμπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[λυγίζω]] προς κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ.· μεταφ., [[υποκλίνομαι]] ή [[λυγίζω]], [[σκύβω]], [[υποκύπτω]] στην [[πρόθεση]], στον σκοπό κάποιου, στο ίδ.
}}
}}