Anonymous

ἐπιγνάμπτω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιγνάμπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[λυγίζω]] προς κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ.· μεταφ., [[υποκλίνομαι]] ή [[λυγίζω]], [[σκύβω]], [[υποκύπτω]] στην [[πρόθεση]], στον σκοπό κάποιου, στο ίδ.
|lsmtext='''ἐπιγνάμπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[λυγίζω]] προς κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ.· μεταφ., [[υποκλίνομαι]] ή [[λυγίζω]], [[σκύβω]], [[υποκύπτω]] στην [[πρόθεση]], στον σκοπό κάποιου, στο ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιγνάμπτω:''' <b class="num">1)</b> сгибать ([[δόρυ]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> перен. склонять на свою сторону: ἐπέγναμψεν ἅπαντας λισσομένη Hom. она упросила всех своими мольбами;<br /><b class="num">3)</b> смирять: ἐπιγνάμψασα [[φίλον]] [[κῆρ]] Hom. смирившись сердцем.
}}
}}