Anonymous

ἐπίτροχος: Difference between revisions

From LSJ
4
(14)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπίτροχος]], -ον (AM) [[τροχός]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που γίνεται [[γρήγορα]], στα πεταχτά («ἐπιτρόχῳ ἀνακεφαλαιώσει», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που τρέχει, που κλίνει εύκολα, ο [[ευκίνητος]] («ἐπιτροχώτερον ῥέψαι», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> γρήγορος, [[γοργός]]<br /><b>3.</b> (για λόγο) αυτός που λέγεται γοργά, με [[φλυαρία]] («ἤκουσας αὐτοῡ καὶ λαλοῡντος ἤδη στρωμύλα καὶ ἐπίτροχα», <b>Λουκιαν.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐπιτρόχως</i><br />[[ταχέως]], γοργά, [[γρήγορα]].
|mltxt=[[ἐπίτροχος]], -ον (AM) [[τροχός]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που γίνεται [[γρήγορα]], στα πεταχτά («ἐπιτρόχῳ ἀνακεφαλαιώσει», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που τρέχει, που κλίνει εύκολα, ο [[ευκίνητος]] («ἐπιτροχώτερον ῥέψαι», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> γρήγορος, [[γοργός]]<br /><b>3.</b> (για λόγο) αυτός που λέγεται γοργά, με [[φλυαρία]] («ἤκουσας αὐτοῡ καὶ λαλοῡντος ἤδη στρωμύλα καὶ ἐπίτροχα», <b>Λουκιαν.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐπιτρόχως</i><br />[[ταχέως]], γοργά, [[γρήγορα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπίτροχος:''' -ον ([[ἐπιτρέχω]]), [[ευφραδής]], [[φλύαρος]], [[ετοιμόλογος]], σε Λουκ.
}}
}}