ἐπίτροχος

From LSJ

Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön

Menander, Monostichoi, 67
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίτροχος Medium diacritics: ἐπίτροχος Low diacritics: επίτροχος Capitals: ΕΠΙΤΡΟΧΟΣ
Transliteration A: epítrochos Transliteration B: epitrochos Transliteration C: epitrochos Beta Code: e)pi/troxos

English (LSJ)

ἐπίτροχον, running easily, easily inclined, ἐπιτροχώτερον ῥέψαι Hp.Art.14; περίπατοι ἐ. οἱ μέσοι walks which break into a run, Aret.CD1.3; βλέφαρον οὐκ ἐπίτροχον = not very mobile, Id.SD1.7: metaph., tripping, μέλη ἐπίτροχα Hld.4.17; ῥυθμοί Aristid. Quint.2.15; voluble, glib, στωμύλα καὶ ἐπίτροχα λαλεῖν Luc.DDeor.7.3; ἐ. καὶ ἀσαφὲς φθέγγεσθαι Id.Nec.7. Adv. ἐπιτρόχως = quickly, φθέγγεσθαι Ael.NA7.7.

German (Pape)

[Seite 997] = ἐπιτρόχαλος, eilig, schnell, geläufig, μέλος Hel. 4, 17; bes. von der Aussprache, ἐπίτροχον καὶ ἀσαφὲς λαλεῖν Luc. Necyom. 7; D. D. 7, 3; τεττιγῶδές τι πυκνὸν καὶ ἐπίτροχον συνάπτουσι id. – Adv., κόραξ ἐπιτρόχως καὶ ταχέως φθεγγόμενος Ael. H. A. 7, 7.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui court rapidement, rapide, bref.
Étymologie: ἐπιτρέχω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίτροχος: быстрый, торопливый: ἐπίτροχον λαλεῖν Luc. быстро лепетать.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίτροχος: -ον, εὐκόλως τρέχων, εὐκόλως κλίνων, μετ’ ἀπαρ., Ἱππ. 792Β, ἀλλὰ μετὰ διαφ. γραφ. ἐπίφορος· μεταφ., ταχύς, γοργός, μέλη, ῥυθμοὶ Ἡλιόδ. 4. 17· γοργῶς, ταχέως λαλῶν, λαλοῦντες ἤδη στωμύλα καὶ ἐπίτροχα Λουκ. Θεῶν Διάλ. 7. 3· ἐπίτροχόν τι καὶ ἀσαφὲς ἐφθέγγετο ὁ αὐτ. ἐν Νεκυομ. 7. - Ἐπίρρ. ἐπιτρόχως λαλεῖν Αἰλ. π. Ζ. 7. 7. - Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπίτροχον· ῥᾴδιον. ἕτοιμον. γοργόν».

Greek Monolingual

ἐπίτροχος, -ον (AM) τροχός
μσν.
αυτός που γίνεται γρήγορα, στα πεταχτά («ἐπιτρόχῳ ἀνακεφαλαιώσει», Ευστ.)
αρχ.
1. αυτός που τρέχει, που κλίνει εύκολα, ο ευκίνητος («ἐπιτροχώτερον ῥέψαι», Ιπποκρ.)
2. γρήγορος, γοργός
3. (για λόγο) αυτός που λέγεται γοργά, με φλυαρία («ἤκουσας αὐτοῦ καὶ λαλοῦν τος ἤδη στρωμύλα καὶ ἐπίτροχα», Λουκιαν.).
επίρρ...
ἐπιτρόχως
ταχέως, γοργά, γρήγορα.

Greek Monotonic

ἐπίτροχος: -ον (ἐπιτρέχω), ευφραδής, φλύαρος, ετοιμόλογος, σε Λουκ.

Middle Liddell

ἐπίτροχος, ον ἐπιτρέχω
voluble, glib, Luc.